- τριχοπίλημα
- το, Ν1. ιατρ. ογκοειδής σχηματισμός που αποτελείται από τρίχες και σχηματίζεται στον στόμαχο ατόμων που έχουν την έξη τής τριχοφαγίας2. (κτην.) το αιγαγροπίλημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριχοβεζοάριο — το, Ν ιατρ. παλαιότερος όρος για το τριχοπίλημα … Dictionary of Greek